-
1 νίκη
νίκη, ἡ, der Sieg; Hom. oft, der Sieg in der Schlacht, Il. 3, 457. 4, 13 u. sonst, auch νίκη μάχης, 7, 26. 8, 171; τινός, über Einen, Ar. Equ. 524; bei Hom. ist aber νίκη Μενελάου der Sieg, den Menelaus davonträgt; im Rechtsstreit, εἵνεκα νίκης, τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος, Od. 11, 544. Bei Pind. oft Sieg in den Kampfspielen, ἀείδω Ἰσϑμίαν ἵπποισι νίκαν, I. 2, 13, φέρει νίκαν παγκρατίου, 6, 22, τέσσαρας ἐξ ἀέϑλων νίκας ἐκόμιξαν, N. 2, 19; auch ἄραντο νίκας ἀπὸ παγκρατίου, I. 5, 57, davontragen; Tragg.; εἴη δὲ νίκη καὶ κράτη τοῖς ἄρσεσιν, Aesch. Suppl. 929; ταῦτα φέρει νίκην τ' ἐφ' ἡμῖν καὶ κράτος τῶν δρωμένων, Soph. El. 85; νίκην δὸς ἡμῖν, Eur. El. 675; νίκη πολέμου, Plat. Legg. I, 641 a, od. ἐν τῷ πολέμῳ, 647 b; μέχρι νίκης πολεμεῖν, Menex. 242 d; Ggstz ἧττα, Legg. I, 638 a u. öfter, wie Folgde. Bei Pol. 22, 1, 1 steht auch ἡ νίκη τῶν Ῥωμαίων ἡ πρὸς Ἀντίοχον.
-
2 νίκη
νίκη, ἡ, der Sieg; der Sieg in der Schlacht; νίκη Μενελάου der Sieg, den Menelaus davonträgt; im Rechtsstreit; oft Sieg in den Kampfspielen -
3 νίκη
A victory, ν. φαίνεται Μενελάου victory clearly belongs to M., Il.3.457, cf. Alc.80, etc.;μάχης ν. Il.7.26
, 8.171;ν. πολέμου Pl.Lg. 641a
, cf. c; ἡ ἐν τῷ πολέμῳ ν. ib. 647b: freq. of victory in the games,Ἰσθμία ν. Pi.I.2.13
; ν. παγκρατίου or ἀπὸ π., ib.7(6).22, 6(5).60: c. gen. objecti, ν. ἀντιπάλων victory over.., Ar.Eq. 521;ἡ τῶν ἡδονῶν ν. Pl.Lg. 840c
: c. gen. rei,τῶν πολεμικῶν ν. X.Mem.3.4.5
;ν. δοῦναί τινι Il.16.845
, etc.;ν. καὶ κράτος S.El.85
; νίκην νικᾶν τινα, v. νικάω 1.1, 11.1b.2 later, generally, mastery, ascendancy, etc., in all relations, νίκην διασῴζεσθαι to keep the fruits of victory, X.Cyr.4.2.26, cf. 4.1.15.II pr. n., Nike, the goddess of victory, Hes.Th. 384, cf. Pi.I.2.26, etc.;Νίκη Ἀθάνα Πολιάς S.Ph. 134
, cf. E. Ion 457 (lyr.), 1529.2 Astrol., name of sixth κλῆρος, Paul.Al.K.3, Cat.Cod.Astr.1.160. -
4 ἀγείρω
ἀγείρω (entst. aus ἈΓΕΡΊΩ; von ἄγω leiten es VLL. her u. erkl. die einzelnen Formen gew. durch συναϑροίζω, auch συλλεγῆναι), aor. I. ἤγειρα, Xen. An. 3, 2, 13; pass. ἀγήγερμαι; ἀγηγέρατο Od. 24, 21; ἠγέρϑην, bei Hom. neben med. aor. II. ἀγερέσϑαι oder ἀγέρεσϑαι, Odyss. 2, 385, ἀγέροντο Il. 2, 94 u. part. sync. ἀγρόμενος z. B. 7, 134. Vgl. ἠγερέϑομαι unten. – Zusammen führen, herumgehend sammeln, u. zwar 1) gew. λαόν, das Volk zum Kampfe, Il. 11, 770. 9, 338. 11, 716. 16, 129 u. ähnlich 17, 222 ἐνϑάδ' ἀφ' ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον, u. so nvch Loll. Bass. 4 (IX, 236), πόλις ἐν ὅπλοις ἠγέρϑη; – zur berathenden Versammlung, Od. 3, 140 μύϑου ἕνεκα, 2, 28. 41, u. im med. τοὶ δ' ἠγείροντο μάλ' ὦκα, sie sammelten sich, = ἠγέρϑησαν, Il. 2, 52 Od. 2, 8; ἤγερϑεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο Il. 1, 57 u. a.; – ἀγείρεσϑαι ἐπὶ νῆα Od. 2, 385, ἀγέροντο ἐς ἀγορήν Il. 18, 245, ἀγηγέρατο Διὸς ἔνδον, beim Zeus, Il. 20, 13 (So auch Pind. P. 9, 54 ἐπὶ λαὸν ἀγείρας); – auch zur Flucht, Il. 2, 664; ἑτάρους, zur Seefahrt, 3, 47; ϑηρήτορας, 9, 544, zur Jagd. Vom Vieh, βόεσσιν ἀγρομένῃσι 2, 481, σύεσσιν Od. 14, 25. 16, 3. Auch in Prosa: συμμάχους Thuc. 2, 17; στόλον 1, 4; ἐρέτας 1, 31, wie Soph. O. C. 1308; στρατιάν Xen. An. 3, 2, 8 ( ἐμπό-ρους πλείους ἀγείρω Hier. 9, 9, heranziehen); Phalar. Ep. 51; Dionys. Hal. A. R. 11, 42; ἀπὸ συμ-μάχων στρατόν 5, 14 (wie Plut. Timol. 20); πολλὰς δυνάμεις 10, 9; στράτευμα Soph. El. 684; Appian. Mithr. 84 στρατιὰν ἀγείρων περιῄει, ein Heer werbend. – 2) übrtr., ἄψορρόν οἱ ϑυμὀς ἐνὶ στήϑεσσιν ἀγέρϑη Il. 4, 152, ἐς φρένα ϑυμὸς ἀγέρϑη Il. 22, 475 Od. 5, 458. 24, 349, wie νέον δ' ἐσαγείρετο ϑυ-μόν Il. 15, 240; vgl. πνεῠμ' ἄϑροισον Eur. Phoen. 858. – 3) herumgehend Gaben sammeln, Hom. πολλὰ χρήματα ἀν' Αἰγυπτίους Od. 14, 285, αἴϑοπα οἶνον δημόϑεν 19, 197, πύρνα κατὰ μνηστῆρας 17, 362, βίοτον καὶ χρυσόν 3, 301, u. absol. ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεϑα 13, 14; Theocr. 14, 40 βίον ἄλλον, von der Futter sammelnden Schwalbe. So auch Theophr. bei Ael. V. H. 4, 20 vom Demokrit, περιῄει κρείττονα ἀγερμὸν ἀγείρων Μενελάου, mit Anspielung auf Hom. Hierauf beziehen sich die Erkl. E. M. v. πολιοὶ λύκοι; ὁ ἀποκτείνας λύκον ἀγείρει αὐτῷ τὰ πρὸς ταφήν, u. v. ἀγύρτης, wie Zon. u. Eust. ad Il. β., ἀγείρειν τὸ περιϊέναι καὶ περινοστεῖν ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑτέρῳ τινὶ τοιούτῳ (σεμνύνειν setzt Suid. u. Bekk. Anecd. I. p. 331 hinzu, wo wohl σεμνυνόμενον mit Bernhardy zu lesen). Es wird nach Her. Vorgang ( δωτίνας ἐκ τῶν πολίων ἀγ. 1, 61, χρήματα 1, 12), der es sogar absolut braucht, σφὶ ἀγ. 4, 35 u. ἐν τῇ ἑορτῇ V. Hom. 33, u. Plat. Rep. II, 381 d ἱέρεια ἀγείρουσα Ινάχου παισίν, bes. vom Einsammeln freier Gaben für die Cybele gebraucht; Suid. ex Philostr. V. Apoll. IV, 39 πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβων καὶ τῇ ϑεῷ ἀγείρων; Plut. Cleomen. 33 τύμπανονἔχων ἐν τοῖςβασιλείοις ἀγείρειν; ἀγ. τοῖς ϑεοῖς Apophth. Lac. p. 244; Rom. 29 αἱ ϑεραπαινίδες ἀγείρουσι περιϊοῦσαι; Luc. Pseudomant. 13; Cronos. 12 τῇ μητρὶ ἀγείρειν; cf. μητραγυρτής; τῇ κορώνῃ Athen. VIII,, 319 d, wo ein Lied, das dabei gesungen wurde, aufbewahrt ist. Sp. brauchen es allgemein für betteln (vgl. Ruhnk. ad Tim. Lex.). Ael. H. A. 6, 10; Maneth. 6, 299, der 2, 262 πλοῦτον hinzusetzt; Lucill. 97 (XI, 389). – 4) Allgemein: zusammenbringen, τί τῶνδ' οὐκ ἐνδίκως ἀγείρω; Aesch. Ch. 629; Paul. Sil. 35 (V, 300) ὀφρύας εἰς ἓν ἀγεί. ρων, von dem finster Aussehenden, wie Them. or. 2, p. 27 a τὸν ἀγείροντα τὴν ὀφρύν sagt; Ep. ad. 300 ( Plan. 138) ἀμικτότατ' εἰς ἓνἀγ. Die Glossen des Hes. ἀγείρας: ὁ χωλός (wofür Portus πτωχός, Küster ὀχλαγωγός conj.) u. ἀγείρεσϑαι: ἐκπορεύεσϑαι, λοιδορεῖσϑαι, beziehen sich vielleicht auf das Einsammeln von Gaben. Poll. 4, 45 stellt auch διδάσκεσϑαι mit ἀγείρεσϑαι zusammen.
См. также в других словарях:
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek